θερμάνῃς

θερμάνῃς
θερμά̱νῃς , θερμαίνω
warm
aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαούλο — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη κυρίως ενδυμάτων αλλά και, γενικά, οικιακών σκευών, σεντούκι, κασέλα 2. μτφ. (για πρόσωπα) α) υπερβολικά παχύς («από το πολύ φαΐ έγινε μπαούλο») β) ανόητος άνθρωπος, κούτσουρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”